επιτρανώ

επιτρανώ
ἐπιτρανῶ, -όω (Μ)
διασαφηνίζω, διαφωτίζω («τῆς τῶν πραγμάτων διαφθορᾶς... ἐπιτρανουμένης», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρανώ (< τρανής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιτράνωσις — ἐπιτράνωσις, ἡ (Α) [επιτρανώ] διασάφηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”